θηλύψυχος

θηλύψυχος
θηλύ-ψῡχος, ον,
A of woman's spirit, Ptol.Tetr.162.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θηλύψυχος — θηλύψυχος, ον (Α) αυτός που έχει γυναικεία ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ά ψυχος, δί ψυχος] …   Dictionary of Greek

  • θηλυψύχους — θηλύψυχος of woman s spirit masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλυ- — (ΑΜ θηλυ ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει χαρακτηριστικά τού θήλεος ή αναφέρεται στο θήλυ. ΣΥΝΘ. θηλυγόνος, θηλυδρίας, θηλυμανής, θηλύμορφος, θηλυπρεπής θηλυτοκία, θηλυτοκώ, θηλύφρων αρχ. θηλάρσην, θηλυγενής, θηλύγλωσσος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”